μητροπατωρ

μητροπατωρ
    μητροπάτωρ
    μητρο-πάτωρ
    -ορος (ᾰ) ὅ дед с материнской стороны Hom., Her. etc.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "μητροπατωρ" в других словарях:

  • μητροπάτωρ — μητροπάτωρ, ορος, ὁ (Α) ο παππούς από την πλευρά τής μητέρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + πάτωρ (< πατήρ), πρβλ. θεο πάτωρ] …   Dictionary of Greek

  • μητροπάτωρ — mother s father masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μητροπάτορα — μητροπάτωρ mother s father masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μητροπάτορες — μητροπάτωρ mother s father masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μητροπάτορι — μητροπάτωρ mother s father masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μητροπάτορος — μητροπάτωρ mother s father masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μητέρα — και μήτηρ, η (ΑΜ μήτηρ, Α δωρ. τ. μάτηρ Μ και μητρί) 1. γυναίκα που έχει γεννήσει παιδί, μάννα 2. θηλυκό ζώο που έχει γεννήσει 3. πρώτη αρχή, αφορμή, αιτία («ἀργία μήτηρ πάσης κακίας», γνωμ.) 4. επίθετο τής Γης ως μητέρας όλων τών εμψύχων και… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»